- καλλίρρους
- -ουν (Α καλλίρρους, -ουν και -οος, -οον, θηλ. και Καλλιρρόη, ποιητ. τ. καλλίρροος, -οον)αυτός που έχει καλή ροή, που έχει άφθονα νερά («ποταμοῑο κατά στόμα καλλιρόοιο», Ομ. Οδ.)αρχ.(το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Καλλιρρόηα) μία από τις Ωκεανίδες («μιχθεὶς Καλλιρόη κούρη... Ὠκεανοῑο», Ησίοδ.)β) περίφημη κρήνη στην Αθήνα, αλλ. Εννεάκρουνος («τῆ κρήνῆ τῆ νῡν... Ἐννεακρούνῳ καλουμένῃ, τὸ δὲ πάλαι Καλλιρόη ὠνομασμένῃ», Θουκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -ρρους (< ῥοῦς < ῥέω), πρβλ. κακό-ρρους, πλουσιό-ρρους].
Dictionary of Greek. 2013.